Ομορκιά
Ομορκιά
Να αιχμαλωτίσω, του ουρανού
τα χρώματα, στην δύση,
τα ακριβά, τα τρικ του νου
τζιαι του ήλιου, πριν να σβήσει,
παιθκιά της μνήμης. Τ’ άρατα,
πριχού να βασιλέψουν
στιμές, τα τρισκατάρατα
τζιαι, φευκαλέα, στερέψουν.
Στες λέξεις, να φαντάζεσαι
τον σπάνιον των, νόστον•
να ‘ν δέσμια που ‘μέν’, για ‘σέν’
τζι’ εγώ, αιχμάλωτός των,
στην θέαν του φωτός. Χωρίς.
Που, η λαλιά μου εκόπην,
σαν με ρωτάς: “Εσύ θωρείς
την ομορκιάν;”
– Θωρώ την.